- αναδιφώ
- (α) μετ. исследовать, изучать (документы, архивы); искать, рыться (в документах, архивах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδιφώ — αναδιφώ, αναδίφησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] … Dictionary of Greek
αναδιφώ — ησα, ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω: Αναδίφησα ένα ολόκληρο αρχείο για να βρω αυτό το έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδίφης — και αναδιφητής, ο 1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση* 2. αυτός που έκανε αναδίφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878… … Dictionary of Greek
αναδίφηση — η 1. λεπτομερειακή και προσεκτική έρευνα αρχείων, εγγράφων εντύπων κ. ά 2. απλώς αναζήτηση, έρευνα, μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek